πυρετώδη

πυρετώδη
πυρετώδης
feverish
neut nom/voc/acc pl (attic epic doric)
πυρετώδης
feverish
masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic)
πυρετώδης
feverish
masc/fem acc sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πυρετώδης — ες / πυρετώδης, ῶδες, ΝΜΑ [πυρετός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πυρετό («πυρετώδη ῥίγεα», Ιπποκρ.) 2. φλεγμονώδης 3. αυτός που υπόκειται σε πυρετό («πυρετώδης κύστις», Ιπποκρ.) 4. αυτός που βρίσκεται σε πυρετικό παροξυσμό νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ρίγος — το / ῥῑγος, ΝΜΑ ιατρ. παροδικός τρόμος, τρεμούλα, που οφείλεται σε αίσθημα ψύχους και εμφανίζεται όταν ο οργανισμός υποβάλλεται σε απότομη πτώση τής θερμοκρασίας τού περιβάλλοντος, οπότε είναι περιφερειακής προελεύσεως, καθώς και κατά την εισβολή …   Dictionary of Greek

  • Γκέσνερ, Κόνραντ φον- — (Kondrad von Gesner, Ζυρίχη 1516 – 1565). Ελβετός φυσιοδίφης και γιατρός. Ολοκλήρωσε τις ιατρικές σπουδές του στο πανεπιστήμιο της Βασιλείας το 1541 και εργάστηκε μετά ως γιατρός στη Ζυρίχη. Υπήρξε ανεξάντλητος ερευνητής, με ενδιαφέροντα που… …   Dictionary of Greek

  • Μπετόβεν, Λούντβιχ βαν- — (Ludwig van Beethoven, Βόνη 1770 – Βιέννη 1827). Γερμανός συνθέτης, μια από τις κυρίαρχες μορφές της μουσικής τέχνης όλων των εποχών. Γεννήθηκε από φλαμανδική οικογένεια, η οποία είχε μακροχρόνιες σχέσεις με τη μουσική. Ο Μ. άρχισε τις πρώτες του …   Dictionary of Greek

  • Μπιελίνσκι, Βησσαρίων Γκριγκόρεβιτς — (Σβέαμπόργκ 1811 – Πετρούπολη 1848). Ρώσος κριτικός της λογοτεχνίας. Γιος ενός γιατρού του πολεμικού ναυτικού, έκανε άτακτες σπουδές πρώτα στην Πένζα και ύστερα στη Μόσχα, από το πανεπιστήμιο της οποίας διώχτηκε ως ανατρεπτικό στοιχείο· ζώντας… …   Dictionary of Greek

  • Τόκιο — Πόλη (11.680.282 κάτ.) της κεντρικής Ιαπωνίας, στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού Χονσού, πρωτεύουσα του κράτους και του ομώνυμου νομού (2.166 τ. χλμ.). Βρίσκεται στη βόρεια ακτή του ομώνυμου κόλπου, στα όρια της Πεδιάδας Καντό, και απλώνεται… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”